- δικόρυμβος
- δικόρυμβοςtwin-peakedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικόρυμβος — δικόρυμβος, ον (Α) φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» με τις δυο κορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»] … Dictionary of Greek
δικόρυμβον — δικόρυμβος twin peaked masc/fem acc sg δικόρυμβος twin peaked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικόρυμβα — δικόρυμβος twin peaked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek